- κατονομάσας
- κατονομά̱σᾱς , κατονομάζωnamefut part act fem acc pl (doric)κατονομά̱σᾱς , κατονομάζωnamefut part act fem gen sg (doric)κατονομάσᾱς , κατονομάζωnameaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.